Μάιος, ξύπνημα Σαββάτου. Ο κύριος Βαγγέλης έριξε δυο δροσερές χούφτες νερό στο πρόσωπο του. Πήρε την πικέ πετσέτα και σκούπισε βιαστικά τα μάτια του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και πήγε στο κουζινάκι. Έβαλε φλόγα στο καμινέτο, έψησε τον καφέ
και βγήκε στην μικρή αυλή να κάνει ένα τσιγάρο.
Ήπιε μια γουλιά νερό και άδειασε το υπόλοιπο ποτήρι στην γλάστρα με την τριανταφυλλιά. Σήμερα ήταν μεγάλη μέρα. Πέντε το πρωί και τον περίμενε φουρτούνα. Έπρεπε να πάει στο παζάρι να πουλήσει την πραμάτεια του. Λίγα κολοκυθάκια, λίγες πιπεριές, μερικές ντομάτες. Ότι είχε ο μπαξές. Ρούφηξε την τελευταία του γουλιά, έσβησε το σέρτικο τσιγάρο, έβαλε και την πλεκτή ζακέτα και μπήκε στο παλιό του φορτηγάκι. Ήταν μόνος. Τόσο μόνος…
Η γυναίκα του, η “κυρά” του, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ήταν στο νοσοκομείο.. Πάνω από δέκα μέρες. Σήμερα θα έβγαινε. Του υποσχέθηκαν οι γιατροί πως θα της έδινα εξιτήριο Σαββατιάτικα… Και μόνο στην σκέψη η καρδιά του φτερούγιζε. Πενήντα χρόνια παντρεμένοι! Τόσα και τόσα πέρασαν μαζί. Ταξίδια δεν πήγαιναν, μα πρόκοψαν. Μαζί καμάρωναν τους δύο τους γιούς που σπούδασαν.
Έστρωσε τα τελάρα, έβαλε τα ζαρζαβάτια σε σωστή σειρά και άρχισε να εξυπηρετεί τους πρώτους εκλεκτούς πελάτες. Σκυμμένος καθώς ήταν, άκουγε διαρκώς μια φωνή να του ψιθυρίζει. “Έλα Βαγγέλη μου! Έλα να με πάρεις να με σκεπάσεις να μην κρυώνω”. Ήταν η φωνή της Ευδοκίας. Η απουσία της τον έκανε να έχει παραισθήσεις. Σιγά – σιγά η ώρα πέρναγε, ο όγκος των προϊόντων του χαμήλωνε, τα τελάρα άδειαζαν. Αυτός εκεί. Την μία άκουγε τους περαστικούς να ρωτάνε πόσο κοστίζουν τα κολοκύθια και την άλλη τον ψίθυρο της Ευδοκίας. “Σκέπασε με, κρυώνω”!!!
Ένα κρυφό χαμόγελο είχε κολλήσει στα χείλη του. Σήμερα θα την ξαναδώ! Θα την έχω στο σπίτι μου και θα την χαϊδέψω. Θα της πω τι ταμείο κάναμε και θα χαρεί! Ξεπουλήσαμε!!!
Πετάχτηκε στο καφενείο, χτύπησε μια ρακί στο πόδι, κέρασε και τους φίλους του. Σήμερα ήταν μεγάλη μέρα. Επισκέφθηκε την τουαλέτα του καταστήματος και αφού έβρεξε πρόχειρα το πρόσωπο του, έβγαλε την τσατσάρα από την πίσω τσέπη και έστρωσε το ατημέλητο, λιγοστό μαλλί του. “Να είμαι ωραίος όταν με δει” σκέφτηκε και με φτερά στα πόδια έτρεξε προς στο αμάξι του.
Είχε μαζί του και το “τσιράκι”. Τον Αναστάση απ’ το χωριό. Μειωμένης αντίληψης ο Αναστάσης, αλλά τον ξεκούραζε από το βάρος των καφασιών. Έβγαζε κι αυτός τίμια τα τσιγάρα της εβδομάδας.. “Πάμε ρε Τασούλη να δούμε την θεία!!! Σήμερα θα την βγάλουμε… Χθες μίλησα στο τηλέφωνο και μου είπαν ότι είναι εξαιρετικά!! Έφαγε όλη της την σούπα!!!”, είπε και με μια βιαστική ώθηση στην πλάτη κατηφόρισαν προς το πάρκινγκ.
Έξω από το νοσοκομείο η καρδιά του άρχισε να τρέμει από χαρά. Αυτό το εξιτήριο θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με το απολυτήριο του στρατού. Έτσι ένιωθε όταν έπαιρνε την “Ροζαλία” στα χέρια και έβγαινε για τελευταία φορά από την πύλη.
Μπήκε στο νοσοκομείο.. Μπρος αυτός, πίσω ο Αναστάσης. Έφτασε στα γραφεία των γιατρών, χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε μια ασκούμενη.
-Μισό λεπτό να φωνάξω τον υπεύθυνο ιατρό του απάντησε.
Ο κυρ Βαγγέλης έκλεισε όλο νόημα το μάτι στον Αναστάση και του χαμογέλασε σαν να του λέγε “τελειώσανε τα βάσανα”.
Η πόρτα άνοιξε ξανά. Βγήκε ο θηριώδης γιατρός με τα ακουστικά κρεμασμένα στον λαιμό, το στυλό στην τσέπη, στο ύψος της καρδιάς και με βροντερή φωνή ρώτησε.
– Τι θέλετε κύριοι;;
– Ευδοκία.. Ευδοκία Παπαδοπούλου.. Γι’ αυτήν ήρθαμε!
-Ευδοκία Παπαδοπούλου; Δεν σας τηλεφώνησαν κύριε;
– Δεν ξέρω αν πήραν τηλέφωνο. Ξέρετε τα Σάββατα πάω στο παζάρι, έχω πάγκο δεν είναι κανείς στο σπίτι.
-Πέθανε κύριε.. Σήμερα το πρωί..
-Πέθανε;
-Πέθανε!!!
Ο κυρ Βαγγέλης κατέρρευσε. Λιποθύμησε. Δεν το άντεξε. Ο Αναστάσης εξοργισμένος όρμησε στον γιατρό!
-Πως το λες έτσι ρε καριόλη; Ποιος πέθανε;
Ήρθε ο σεκιουριτάς και τράβηξε στο προαύλιο τον εξαγριωμένο νέο.
Κυριακή μεσημέρι
Ο κυρ Βαγγέλης κοπάνησε το ποτηράκι με το κονιάκ. Ήταν το τρίτο. Έβαλε δυο σοκολατένιες ελιές στα σκελετωμένα χέρια του. Δεν το πίστευε! Οι γιοί του τον κρατούσαν απ’ τους αγκώνες.
-Ρε παιδιά. Προχθές μιλήσαμε στο τηλέφωνο και ήταν καλά.
– Δε το ξέρεις ρε Βαγγέλη; Έτσι πάνε αυτά. Τα μυρμήγκια πριν πεθάνουν βγάζουν φτερά! Είπε ο καφετζής του χωριού και συνέχισε. -Γερός να είσαι να την θυμάσαι.
Αύγουστος…
Ο κυρ Βαγγέλης δεν μπορούσε να δεχτεί την καθημερινότητα χωρίς την αγαπημένη του γυναίκα. Μια ολόκληρη ζωή πορεύτηκε μαζί της βήμα – βήμα.
Στο καφενείο μιλούσε μόνο για εκείνη. Πολλά βραδάκια τον πήγαινε ο Αναστάσης σπίτι. Έπνιγε την πίκρα του στο τσίπουρο και δεν μπορούσε να περπατήσει. Εκείνο το μεσημέρι ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Η εικόνα της αιωρούνταν παντού στο σπίτι. Μπερδεμένος στις θύμησες και στην πραγματικότητα, βγήκε να ποτίσει τις γλάστρες.
Ξαφνικά ακούστηκε εκείνος ο ψίθυρος. “Έλα αγάπη μου να με ζεστάνεις!!! , Έλα αίμα της καρδιάς μου”.
Χαμένος στις παραισθήσεις ο κύριος Βαγγέλης άνοιξε το λάστιχο κι αφού έβρεξε το κεφάλι του, που είχε φουντώσει, ξεκίνησε να ποτίζει την γλάστρα με την Τριανταφυλλιά. Ένας τενεκές τυρί, είχε ασβεστωθεί και είχε μετατραπεί σε μια όμορφη γλάστρα με κατακόκκινα Τριαντάφυλλα.
“Έλα αγάπη μου” ο ψίθυρος συνέχιζε. Ξαφνικά, μέσα στην γλάστρα παρατήρησε μιαν άσπρη τρίχα. Άρχισε να την τραβά. Οδηγούσε σε μια πλεξούδα. Ήταν η πλεξούδα από τα μαλλιά της. “Χάιδεψέ μου τα μαλλιά αγάπη μου” είπε η φωνή που άκουγε. “Πιάσε την κοτσίδα μου και έλα μαζί μου” είπε για τελευταία φορά ο ψίθυρος.
Κυριακή μεσημέρι
– Τι σου είναι ο άνθρωπος; Ένα τίποτα!! Είπε η παπαδιά.
– Τα χρόνια του να πάρετε… είπε ο καφετζής.
– Όλη μέρα μαλώνανε και χώρια δεν μπορούσαν. Πήγε να την συναντήσει, είπε η “τσαούσα” της γειτονιάς!!!
Ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα. Άρχισαν οι πρώτες ψιχάλες να πέφτουν. Δύο μήνες είχε να βρέξει. Η ξεραμένη γη, γεμάτη προσμονή υποδεχόταν το νερό. Η τριανταφυλλιά ξεδίψασε…
Από τον George Mous
13 Μαρτίου 2014