O διακεκριμένος Βρετανός ιστορικός μιλάει για την Ελληνική Επανάσταση.
Συγγραφέας και επιμελητής πολλών βιβλίων με αντικείμενο την ελληνική και ευρύτερη βαλκανική ιστορία («Στην Ελλάδα του Χίτλερ: Η εμπειρία της κατοχής», «Θεσσαλονίκη: Πόλη των φαντασμάτων», «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου», «Τα Βαλκάνια» κ.α.), ο Βρετανός ιστορικός και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, Μαρκ Μαζάουερ, είναι ένας από τους πλέον ειδικούς αναφορικά με την πολυτάραχη ιστορία του ελληνικού έθνους. Μέλος της επιτροπής «Ελλάδα 2021», ο πολυγραφότατος ακαδημαϊκός θα δημοσιεύσει αργότερα αυτή τη χρονιά και την πραγματεία του για τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821, «The Greek Revolution: 1821 and the Making of Modern Europe» («Η Ελληνική Επανάσταση: To 1821 και η δημιουργία της νεότερης Ευρώπης»).
Υπό την αιγίδα της πρεσβείας της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, του ελληνικού προξενείου στη Βοστώνη και του μη κερδοσκοπικού πανεπιστημιακού οργανισμού College Year in Athens/Διεθνές Κέντρο Ελληνικών και Μεσογειακών Σπουδών, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός συνομιλεί με τον βοηθό διευθυντή στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών και λέκτορα Κοινωνικών Σπουδών του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Νικόλα Πρεβελάκη, με αντικείμενο το πόσο έχει αλλάξει η αντίληψη μας για το 1821 υπό το φως των τελευταίων επιστημονικών μελετών, αναδεικνύοντας παράλληλα και τα ερωτήματα που συνεχίζουν να χρήζουν περαιτέρω έρευνας και απαντήσεων.
Όπως κάθε μείζον ιστορικό γεγονός, το 1821 επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων και αποτελεί πεδίο διενέργειας πληθώρας συζητήσεων: Μεταξύ άλλων, απαντώντας στις ερωτήσεις του κ. Πρεβελάκη, ο Βρετανός ιστορικός θέτει στο τραπέζι τη σημασία αυτών καθαυτών των ιστορικών γεγονότων, το τι έχουν αυτά να μας πουν για κεντρικούς όρους του 19ου αιώνα, όπως είναι η «εθνικότητα» και ο «εθνικισμός», τους παράγοντες της θρησκείας και της πολιτικής και την επίδραση των ιστορικών αφηγήσεων στο πως αντιλαμβανόμαστε τη σημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
«Εθνική κυριαρχία»: Τότε και τώρα
Θέτοντας τον όρο «εθνική κυριαρχία» στην καρδιά του ιστορικού του προβληματισμού, ο Βρετανός ιστορικός σημειώνει ότι η οικονομική κρίση που χτύπησε το ελληνικό κράτος το 2009 και η συνακόλουθη εφαρμογή ενός έξωθεν προγράμματος οικονομικής διάσωσης, υπήρξε η αφορμή για τον ίδιο να στραφεί στις απαρχές της νεότερης Ελλάδας. Όπως αναφέρει, το καθεστώς της τρόικας κατέστησε αμφίβολο το αν η Ελλάδα συνέχιζε να συνιστά ένα εθνικά κυρίαρχο κράτος με την παραδοσιακή έννοια, παρακινώντας τον να πάει πίσω στην εποχή που οι ελληνικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πάλευαν για την εθνική τους κυριαρχία και να δει πως αντιλαμβάνονταν την ουσία αυτού για το οποίο πίστευαν ότι μάχονται.
Επίσης, τονίζει ότι η εμπειρία της πανδημίας υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της ματιάς του πάνω στην ιστορική εμπειρία του 1821, καθότι έφερε ξανά στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής τον παράγοντα του ανθρώπινου πόνου και της διαχείρισης αυτού σε επίπεδο κοινωνιών και όχι μόνο ατόμων. Σύμφωνα με τον ιστορικό, ο παράγοντας της αντοχής που επέδειξαν οι Έλληνες του ’21 μπροστά στις κακουχίες και τον πόνο του αγώνα, αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της ιστορικής σημασίας της Ελληνικής Επανάστασης. «Δεν είναι ότι απλά πυροδοτήθηκε μία επανάσταση, είναι ότι αυτή συνεχίστηκε περισσότερο απ’ ό, τι περίμενε ο οποιοσδήποτε, περισσότερο απ’ ό, τι περίμενε ο σουλτάνος, περισσότερο απ’ ό, τι περίμεναν οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες, περισσότερο ακόμη κι απ’ ό, τι περίμεναν πολλοί από τους λεγόμενους ήρωες της επανάστασης», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Πόλεμος ανεξαρτησίας ή επανάσταση;
Στη συνέχεια, αναφερόμενος στη διαφωνία που είχε με τον εκδότη του αναφορικά με τον τίτλο που θα έχει το υπό έκδοση βιβλίο του, ο Μαζάουερ θέτει το εξής ερώτημα: Πόλεμος για ανεξαρτησία ή επανάσταση; Όπως σημειώνει, η Ελληνική Επανάσταση είναι περισσότερο γνωστή στο εξωτερικό ως «Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» (Greek War of Independence), όρο που ο εκδότης του πρόκρινε για τον τίτλο του βιβλίου. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ιστορικό, ένας πόλεμος είναι απαραίτητο να έχει τουλάχιστον δύο ευδιάκριτες αντιμαχόμενες πλευρές. Στην περίπτωση του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα, η ελληνική πλευρά δεν ήταν οργανωμένη ως ένα ξεκάθαρο στρατόπεδο, σημειώνει ο Μαζάουερ, τονίζοντας ότι αυτή η έλλειψη οργάνωσης συνιστούσε και ένα από τα κύρια προβλήματα του αγώνα, δίπλα σε αυτό των προφανών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η ανθρώπινη επιβίωση.
Από την άλλη, από αυτόν τον αγώνα προέκυψε μία τελείως διαφορετική κοινωνία από εκείνη που υπήρχε προεπαναστατικά, ένα ευρωπαϊκό κράτος με θεσμούς και νόμους, το οποίο κατάφερε να δημιουργηθεί σε τόσο λίγα χρόνια λόγω της επαναστατικής διαδικασίας που συντελέστηκε. Σύμφωνα με τον Μαζάουερ, σε αυτές τις δύο παρατηρήσεις έγκειται το γεγονός ότι όταν μιλάμε για το 1821 μιλάμε για επανάσταση και όχι για πόλεμο. Μολαταύτα, όπως τονίζει, κατά τη διάρκεια των ίδιων των γεγονότων, ο όρος «επανάσταση» είχε σημασία μόνο στο πλαίσιο μορφωμένων κύκλων που βρίσκονταν κοντά στη Φιλική Εταιρεία, με τους Φιλικούς να επιχειρούν να κινητοποιήσουν τους υπόδουλους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με αναφορές στη «δημιουργία του ρωμαίικου», τον «θρίαμβο του Χριστού» και την εκδίωξη του σουλτάνου από τη Βασιλεύουσα.
Διαφορετικά οράματα για τον αγώνα
Ερωτώμενος για τα διαφορετικά οράματα που συνυπήρχαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ο Βρετανός ιστορικός υπογραμμίζει αρχικά ότι δεν υπήρχαν ξεκάθαρες εδαφικές βλέψεις στο πλαίσιο του αγώνα, τονίζοντας την κυριαρχία ενός «πανβαλκανικού» οράματος. Όπως σημειώνει, για τη Φιλική Εταιρεία και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο ξεσηκωμός όλων των Ελλήνων ισοδυναμούσε με ξεσηκωμό όλων των Βαλκανίων, ένα όραμα παρόμοιο με το προγενέστερο πανβαλκανικό όραμα του Ρήγα Φεραίου. Η κεντρική διαφορά των δύο οραμάτων για ανεξαρτησία βρισκόταν στην προσέγγιση του ζητήματος της θρησκείας, με το όραμα των πρώτων να έχει στο επίκεντρο την ορθόδοξη πίστη και το όραμα του δεύτερου να προτάσσει την οικουμενικότητα, αντλώντας έμπνευση από τις αρχές του Διαφωτισμού.
Πέραν των διαφορετικών οραμάτων, ο Μαζάουερ κάνει λόγο και για τους διαφορετικούς σκοπούς διαφόρων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες αναζητούσαν ξεχωριστά πράγματα μέσα από την επαναστατική διαδικασία. Για παράδειγμα, οι γαιοκτήμονες της Πελοποννήσου ήθελαν να διατηρήσουν τα προνόμια τους, χωρίς να δίνουν όμως λογαριασμό στον Σουλτάνο, ενώ οι χωρικοί ήθελαν να πάψουν να έχουν τους γαιοκτήμονες πάνω από το κεφάλι τους. Οι διαφορετικοί αυτοί σκοποί είχαν σαν φόντο και διαφορετικές αντιπαραθέσεις από περιοχή σε περιοχή, όπως το ξεκάθαρο δίπολο Χριστιανοί – Μουσουλμάνοι στον Μωριά και την πιο περίπλοκη τριπλή αντιπαράθεση της Ρούμελης (Χριστιανοί – Αλή Πασάς – Σουλτάνος ).
Ελληνικότητα και χριστιανοσύνη
Παρότι η πληθώρα στόχων, επιδιώξεων και ιδεών είναι φυσική σε κάθε επανάσταση, ο Μαζάουερ τονίζει ότι σταδιακά κατέστη κυρίαρχη η αντίληψη περί απόλυτης ταύτισης ελληνικότητας και χριστιανοσύνης, με την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας να την διαχέει στους σκλαβωμένους πληθυσμούς μέσω των συνταγματικών της κειμένων, των πολιτικών της διακηρύξεων κ.λπ. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, τη δεκαετία του αγώνα συνετελέσθη μία ταχεία αλλαγή στην ψυχοσύνθεση των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίοι εκ των υστέρων θα αντιλαμβάνονταν ως απολύτως ενιαία την ελληνική και χριστιανική τους ταυτότητα.
Είναι γνωστό πως η ελληνική πλευρά αυτής της ταυτότητας ήταν αυτή που κινητοποίησε πολλούς Ευρωπαίους να συνδράμουν την επανάσταση, οι οποίοι, θαυμάζοντας βαθιά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, έτρεξαν στα οθωμανικά εδάφη για να βοηθήσουν τους σκλαβωμένους ανθρώπους τους οποίους αντιλαμβάνονταν ως ό, τι κοντινότερο στην Ελλάδα του Περικλή και του Λεωνίδα. Εντούτοις, όπως τονίζει ο Βρετανός πανεπιστημιακός, παρότι ισχυρό σε ορισμένους ευρωπαϊκούς κύκλους από την αρχή του ξεσηκωμού, το ρεύμα του Φιλελληνισμού δεν ακούμπησε τις μεγάλες δυνάμεις σε επίπεδο ηγεσιών παρά μόνο όταν έγινε σαφές ότι «οι Έλληνες αντέχουν και δεν θα υποχωρήσουν», συνειδητοποίηση που επέβαλε σε διεθνές επίπεδο το αίτημα τους για εθνική ανεξαρτησία. Το γεγονός αυτό, ο Μαζάουερ το χαρακτηρίζει ως «τον πρώτο θρίαμβο του εθνικισμού και του αιτήματος για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου έθνους κράτους στον κόσμο», τονίζοντας την ιστορική του σημασία, η οποία ξεπερνάει κατά πολύ τα «στενά» όρια της ελληνικής και οθωμανικής ιστορίας.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/