«Μάγισσα ξεκινάμε»! ακουγόταν η φωνή του Τάσου με εκείνη την υγρή χροιά που εμφώλευε καλοσύνη, ευγένεια, ήθος, αξίες, σεμνότητα, ταπεινότητα και ένα απίστευτο χιούμορ. Έτσι με αποκαλούσε «μαγισσούλα μου», γιατί είχα κάποιες φορές μια εγγενή διαίσθηση για κάποια projects και για το γεγονός ότι με ένα μαγικό τρόπο καταφέρναμε να μετατρέψουμε την ασχήμια των βίντεο σε ομορφιά. Ήταν το «διαμάντι» της ελληνικής τηλεόρασης. Τον γνώρισα το 2003 όταν πρωτοσυνεργαστήκαμε σε ένα δύσκολο ντοκιμαντέρ και μάλιστα περάσαμε 48 ώρες χωρίς ύπνο στο μοντάζ μασουλώντας πατατάκια… Τα μάτια μας έσταζαν κούραση, αλλά εκείνος ήταν εκεί μαζί μου για να μου κάνει παρέα. Με εμπιστεύτηκε από την πρώτη στιγμή και για πάντα. Ήταν ο μέντορας μου στα δύσκολα και δημιουργικά μονοπάτια των απαιτητικών οπτικοακουστικών projects.
Μετά ήρθαν φωτεινά χρόνια συνεργασίας με ατέλειωτες ώρες γυρισμάτων, ταξιδιών, μοντάζ και παρέας και άφθονου γέλιου. Κάποια βράδια έσπαγε η πολύβουη δράση του μοντάζ, όταν ο δικός μας Τάσος άρχιζε τις ζωντανές αφηγήσεις για τη ζωή του κι όλοι όσοι ήμασταν γύρω του κρεμόμασταν από τα χείλη του. «Τάσο σου χρωστάω πολλά, με μύησες στα μυστικά της τέχνης σου και ήταν πολλές οι φορές που με άφηνες στο πόδι σου για να διεκπεραιώσω μόνη μου τα βίντεο. Άκουγες με σεβασμό τις ιδέες μου και χωρίς την αλαζονεία του μεγάλου σκηνοθέτη. Ράγιζες από ενσυναίσθηση και με στήριζες όταν περνούσα δύσκολα. Τι να πρωτοθυμηθώ από εσένα, έχω μόνο όμορφες στιγμές και αναμνήσεις. Σε βλέπω ζωντανό μπροστά μου κι ας ξέρω ότι έφυγες, ακούω τη φωνή σου κι ας γνωρίζω ότι δεν θα την ξανακούσω. Ραγίζω….». Φεύγουν τα δάκρυα μου για το φευγιό σου γιατί ήσουν ένα ανθρώπινος ογκόλιθος που στέριωνε ό,τι υπήρχε πλάι του.
Θυμάμαι όταν εγώ ήμουν στον ΑΝΤ1 και εσύ στο Mega, σε ανταγωνιστικές εκπομπές, ένα πρωί σε ένα διάλειμμα, ενώ η εκπομπή ήταν στον αέρα έλαβα ένα μήνυμά σου «Πήγαινε βγάλε τώρα αυτό το κόκκινο κραγιόν και φτιάξε αυτές τις απαίσιες μπούκλες τώρα, δεν σου ταιριάζουν, θέλει απλότητα η ειδησεογραφία». Αν και ήταν στην αντίπαλη ζώνη με νοιαζόταν και με προστάτευε με αυτή τη μοναδική ποιότητά του, κι ας ήμασταν ανταγωνιστές στην πρωινή ζώνη. Καμάρωνε για τις δημιουργίες μας και όταν ήρθε στην ιδιαίτερη πατρίδα μου για τη σκηνοθετική επιμέλεια μιας μουσικοχορευτικής παράστασης του Λυκείου Ελληνίδων Ξάνθης και την βράβευσή του που ακολούθησε, αφηγούνταν ότι είχαμε δημιουργήσει με 3D το ΤΡΑΜ να περνάει από το λιμάνι του Πειραιά όταν εκείνο δεν υπήρχε καν και, μάλιστα ο τότε υπουργός του είπε «ολοκληρώσαμε το ΤΡΑΜ;» και χανόταν μέσα στο υπέροχο γέλιο του. Αγαπούσε τα παιδιά μου και την οικογένειά μου και όταν συναντιόμασταν όλοι μαζί ήταν πάντα γλυκός και περιποιητικός με το Γιώργο και τη Νικόλ.
Κάποια στιγμή σε ένα μεγάλο νυχτέρι άρχισε να μου αφηγείται τη ζωή του και εγώ την επομένη του έγραψα πέντε σελίδες για ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα (κάπου θα τις έχει φυλαγμένες). Ξετρελάθηκε, «θα το γράψεις το βιβλίο μου» με ρώτησε. «Ναι, του απάντησα» και έτσι άρχισε να θυμάται κι εγώ να κρατάω σημειώσεις. Ποτέ δεν το ολοκληρώσαμε, γιατί μας κατάπιε η ανελέητη καθημερινότητα. Δεν προλάβαμε να κάνουμε το δείπνο με το Φάνη στη Φωκίωνος Νέγρη… δεν πρόλαβα να σου πω ακόμη μια φορά πόσο σε αγαπώ και πόσο πολύτιμος είσαι για εμένα. Θα σου πω όμως ότι είμαι ευλογημένη που σε είχα στη ζωή μου, που συνεργαστήκαμε που ήσουν πολύτιμος φίλος μου. Αντίο Τασούλη μου, αντίο όμορφη και σπάνια ψυχή μου. Εκεί που πας να σκηνοθετήσεις ένα άλλο «Σινεμά ο Παράδεισος» γιατί έτσι ήταν κι η δική σου ζωή, όταν παιδάκι ακόμη σκαρφάλωνες κρυφά τους τοίχους για να δεις σινεμά. Εκεί που θα πας να έχεις την κλακέτα σου και να σκηνοθετείς όσους αγάπησες. Καλό ταξίδι Τασούλη μου και στις βαλίτσες που θα πάρεις μαζί σου θα είναι γεμάτες από αγάπη, γιατί σε αυτή τη γήινη ζωή μόνο αγάπη πρόσφερες».
Βίκυ Μπαφατάκη