Από μικρό κορίτσι το μέσα μου κυριευόταν από μία έμφυτη τάση για το μεγάλο φευγιό ή αλλιώς το δικό μου ταξίδι. Δεν έφτιαξα ποτέ καμία λίστα παραπόνων για μέρη και τόπους που θα ήθελα να ‘χω δει παρέα με τους δικούς μου. Τα ίσως, τα αν και ένα δυνητικό παρόν δεν ταιριάζουν με τα μύχια φτερουγίσματα ενός ανθρώπου. Ο δάσκαλος των καλλιτεχνικών μου στο τέλος της Α’ Γυμνασίου μου έγραψε κάτι που το φυλάω σα θησαυρό στο σεντούκι του μυαλού μου: σε ένα ονειροπόλο πλάσμα που κάθε φορά που του απευθύνω το λόγο πιάνω τη ματιά της έξω από το παράθυρο εύχομαι απλά να μην σταματά να ονειρεύεται, γιατί τα τοπία της φαντασίας είναι τα καλύτερα μέρη. Αυτό ήταν αρκετό για να δυναμιτίσει ήδη τα νοερά μου δρομολόγια στο σύμπαν.
Άρχισα λοιπόν να χαρτογραφώ το δικό μου ταξίδι και το γέμισα με λέξεις, και προορισμούς, όπως τους είχα φανταστεί. Ονόμασα πατρίδα μου το εδώ και προορισμό ό,τι πατώ στη γη και ό,τι πιάνει το μάτι μου στον ουρανό. Και έδωσα σχήμα και χρώμα στα ενδότερα και με τις τσέπες αδειανές πήγα σχεδόν παντού, γέμισα πλούτο το μέσα μου και κατέγραψα ως εδώ τα εξής: ταξίδι είναι να μπορώ να έχω τα μάτια μου ανοιχτά στο μπλε του ουρανού και μουσκεμένος από την ξαφνική μπόρα να γεύομαι τις στάλες τις βροχής και να γυρίζω σπίτι πλήρης, να περπατώ και να παρατηρώ τους ήχους της πόλης, τα φώτα που σβήνουν, ένα βροχερό ταξί, να ψιθυρίζω στο αυτί σου σ’ αγαπώ χωρίς να περιμένω απάντηση, να μετρώ τα σκαλιά που θα ανεβώ, να χαθώ σε γειτονιές που πρώτη φορά αντικρίζω, να μάθω για εμένα όλες τις γλώσσες του κόσμου ετούτου, να καταγράφω τα χρώματα του δειλινού στο λόφο του Λυκαβηττού, να δω τα καράβια να φεύγουν και άλλα να επιστρέφουν, να μην ξεκολλώ τα μάτια μου από το πέταγμα του γλάρου Ιωνάθαν Λίβιγκστον, να δίνω σχήμα στο σύννεφο της μέρας, να ρωτώ για να μάθω και όταν μάθω να ξαναρωτώ, να ψαρέψω αντί για σκάρους, υπομονή που κάνει το ταξίδι μου ανθεκτικό, να τολμήσω να μιλήσω σε έναν άγνωστο μπαίνοντας σε έναν ολοκαίνουριο κόσμο, να δοκιμάσω μια νέα γεύση παγωτού, να κρατώ στις χούφτες μου χώμα της γης αληθινό, να κουρνιάσω στο κρεβάτι και να προσπαθώ να επιβιώσω στο δρόμο για την Ανταρκτική όπως τον αφηγείται ο David Roberts στο βιβλίο του “Alone on the Ice” και όταν τα καταφέρω να με νανουρίσει η μουσική του Ludovico Einaudi που κρεμώντας το πιάνο του στο παγόβουνο φέρνει εμπρός μου την μουσική ελεγεία της Αρκτικής. Κλείνω τα μάτια και είμαι μέρες τώρα εκεί. Έπειτα, να βουτώ σε νερά άγνωστα και να κοιμάμαι αγκαλιά με τη γύμνια μου, να τολμήσω να μιλήσω σε επιβάτη άγνωστο και αν εγώ το θελήσω να τον κάνω γνωστό, να βγαίνω από το σπίτι και να κοιτώ ψηλά τον ουρανό, να ευχαριστώ τον δικό μου Θεό που άλλη μια μέρα θα ρίξω τα πόδια μου στη γη και θα με βγάλω σε μέρη που αγαπώ, ποιος ξέρει ίσως να είναι άλλη μια μέρα που από θαύμα ζω και ταξιδεύω τη ζωή μου στο τώρα. Σιωπή και ευγνωμοσύνη. Ταξίδι είναι να μπω σε μουσείο και με τα λόγια του Σεφέρη να γίνω ένα με το πριν και να συνομιλήσω με τα αγάλματα:
-Τα αγάλματα είναι στο μουσείο .
-Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις; θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους, με την αλλοτινή μορφή τους που δεν γνώρισες κι όμως την ξέρεις. Όπως όταν γυρίζεις από τα ξένα και τύχει να ανοίξεις παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες σε όμορφες χώρες, σε γιορτές με φώτα πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας μιας νέας μορφής. Αλήθεια, τα συντρίμμια δεν είναι εκείνα- εσύ ‘σαι το ρημάδι-σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά στο σπίτι το γραφείο στις δεξιώσεις των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου-μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου, και αυτό είναι δύσκολο γιατί…. γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά. Ταξίδι ολόκληρο στο χρόνο έκανα πάλι. Ευλογία οι λέξεις από τους μεγάλους ποιητές και συγγραφείς. Πιάνω το χέρι του Καζαντζάκη και ταξιδεύω μαζί του σε όλο τον κόσμο και μέσα από τις σελίδες του οδηγώ τον εαυτό μου στην αυτογνωσία, την υπέρβαση του εγώ και υιοθετώ μια οικουμενική προοπτική. Παίρνω βαθιά ανάσα, γνωρίζω τον Ελύτη μας καλύτερα και φέρνω τη ζωή μου στο εδώ και τώρα μαζί με τους στίχους από τους προσανατολισμούς του:
-‘’Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει και σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο.
Λογάριασα τα λόγια και τις σκέψεις μου για το πολυπόθητο ταξίδι της ζωής. Θα το βάλω σε λέξεις για να το θυμηθώ και ύστερα θα βγω εκεί έξω να το ζήσω σε χρόνο αόριστο. Ταξίδι είναι το εδώ σε γη και ουρανό, αυτό που σε βρίσκει ανοιχτό στο μυαλό και όχι απαραίτητα σε νέους, παράξενους προορισμούς, περίτεχνα φωτογραφικά ενσταντανέ και εισιτήρια αξίας. Ταξίδι είναι το τώρα , το σήμερα, το απόψε ίσως είναι μακριά, το φως που αντικρίζω, η ανάσα που θα πάρω, η αγκαλιά που θα σου δώσω, η πρώτη γουλιά του καφέ, η γεύση του κρασιού, τα αυγουστιάτικα σταφύλια, ο χορός στο ξημέρωμα, το μπλε, τα πόδια που σιγανά και ταπεινά πατώ στη γη, τα δάκρυα μιας λιακάδας, η αισθησιακή φωνή του L.Cohen που συνοδεύει το φανταστικό χορό με τον μπαμπά μου από εκεί ψηλά στο σύννεφο με ένα ‘’dance me to the end of love”, και ένα ψιθύρισμα για καληνύχτα δια χειρός Ελύτη: ”Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια. Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου. Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος».
“Σε αυτό το ταξίδι δεν είμαι ο καπετάνιος της ψυχής μου. Θέλω να είμαι απλώς ο πιο θορυβώδης επιβάτης”(Aldous Hyxley).
Φτου ξελευτερία για όλους!
από την Χριστίνα Σδούκου
*Η Χριστίνα Σδούκου είναι πτυχιούχος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τελείωσε το Master της στην Υπολογιστική Γλωσσολογία στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο Αθηνών και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών στο Deree College. Aγαπά τα ταξίδια, τη μουσική, το γράψιμο αυτά τα απλά δηλαδή που την κάνουν να γίνεται καλύτερος άνθρωπος.