Όταν ξεκινά μια ερωτική σχέση η επιθυμία όλων μας είναι να γνωριστούμε καλύτερα και πιο βαθιά, να ταιριάξουμε και να μοιραστούμε μια σχέση απόλυτου έρωτα και αρμονίας. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που από νωρίς οι προσδοκίες μας απέναντι στο πρόσωπο που επιλέξαμε, διαψεύδονται -και μάλιστα οικτρά.
Ένας κυρίαρχος λόγος για τον οποίο μια σχέση «περνάει ζόρια» ή και διαλύεται είναι η ζήλια. Το συναίσθημα της ζήλιας δεν είναι καινούριο για τις ανθρώπινες ψυχές, υπάρχει από τότε που οι άνθρωποι θυμούνται τον εαυτό τους. Δεν συνδέεται όμως μόνο με τον έρωτα αλλά και με άλλες εκφάνσεις της ζωής ενός ανθρώπου, ενώ οι ρίζες της εντοπίζονται στα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού καθώς και στο κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο αυτό μεγαλώνει. Ορισμένοι έχουν μιλήσει για τη βιολογική καταβολή της ζήλιας, άλλοι για την πολιτισμική και άλλοι για την ψυχολογική. Σε κάθε περίπτωση, η ζήλια, όταν γίνεται παθολογική, μετατρέπεται σε έντονο και δυσάρεστο συναίσθημα, ικανό να καταστρέψει ό,τι όμορφο μπορεί να χτίσει ένας άνθρωπος στη ζωή του.
Ζήλια Νο1: “Θέλω να τα ελέγχω όλα”
Τους προηγούμενους αιώνες και ενώ η θέση της γυναίκας ήταν σε απόλυτη εξάρτηση από τον κύριο και σύζυγό της, η κτητική ζήλια θεωρούνταν κάτι αυτονόητο και εκλαμβανόταν ως δείγμα υπεροχής. Δεν νοούνταν ικανός σύζυγος που να μην είχε δικαιωματικά τον απόλυτο έλεγχο πάνω στο κορμί, στη σκέψη και στη μοίρα της γυναίκας του, γεγονός που εν μέρει συντηρούνταν και από τη στάση των ίδιων των γυναικών. Από τότε που η γυναίκα απελευθερώθηκε και χειραφετήθηκε, οι ισορροπίες διασαλεύτηκαν, οπότε το νόμιμο δικαίωμα κτήσης του άνδρα απέναντι στη γυναίκα του τέθηκε εν αμφιβόλω, και η ζήλια που ένιωθε, αποσιωπήθηκε μεν αλλά δεν εξαλείφθηκε.
Photo: Stein
Έρευνες έχουν δείξει ότι τα υψηλότερα ποσοστά της ζήλιας τα κατέχουν οι άνδρες μέχρι τα 45 τους χρόνια, παρ’ όλη τη δυσκολία των Ελλήνων να παραδεχτούν αυτή την αδυναμία τους. Στην Ιταλία για παράδειγμα, το 35% δηλώνει πολύ ζηλότυπο, ενώ το 38% δηλώνει ότι νιώθει ζήλια αλλά την ελέγχει. Στη Γαλλία, ζήλια νιώθουν αμφότεροι άνδρες και γυναίκες. Αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από τα σενάρια πάνω στα οποία στηρίζεται το γαλλικό σινεμά: μόνιμη σχεδόν επωδός τους οι ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις και η ζήλια που τις διέπει. Το 28% των Γάλλων δηλώνει άρρωστο από ζήλια ενώ το υπόλοιπο 72% είναι απλώς ζηλιάρηδες. Στην Ελλάδα, οι άνδρες ταυτίζουν τη ζήλια με την έλλειψη ανδρισμού, οπότε τα προβλήματα ανακύπτουν και αντιμετωπίζονται πίσω από τις κλειστές ιδιωτικές πόρτες της συζυγικής εστίας.
Η Δ.Τ. ήρθε στο γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή με λανθάνουσα κατάθλιψη στην ηλικία των 38 ετών. Ήταν μια ψηλή,γοητευτική γυναίκα, με καλές σπουδές, της οποίας η καριέρα στη διαφημιστική όπου δούλευε την τελευταία τριετία είχε κυριολεκτικά εκτοξευτεί. Την επιτυχία και την αποδοχή της από το επαγγελματικό της σινάφι δεν μπορούσε να τη χαρεί, διότι ο σύζυγός της επενέβαινε με τρόπο σχεδόν αυταρχικό στην προσωπική της ζωή.
Τα προηγούμενα χρόνια που η δουλειά της ήταν περισσότερο διεκπεραιωτική, με λιγότερες ευθύνες και μικρότερη εμπλοκή από μέρους της, η σχέση τους πήγαινε μια χαρά. Κατά βάθος ο σύζυγος απολάμβανε το γεγονός ότι η γυναίκα του γύρναγε σχετικά νωρίς στο σπίτι, δεν γνώριζε καινούριο κόσμο και δεν έχαιρε θαυμασμού από τους άλλους.
Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο ήταν σίγουρος ότι την ήλεγχε. Τα προβλήματα όμως δεν άργησαν να φανούν από τη στιγμή που ήθελε να γνωρίζει την κάθε της κίνηση. Άρχισε να σχολιάζει δυσμενώς τα ρούχα που φορούσε, της υπονόμευε καθετί θετικό που έλεγαν για κείνη, λέγοντας για παράδειγμα: «καλά, μην παίρνουν και αέρα τα μυαλά σου, κορόιδα ψάχνουν» κ.ο.κ.
Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα εκείνη να μάχεται ανάμεσα στην πολυπόθητη θέση της, που της έγινε βραχνάς, και ενός καταπιεστικού συντρόφου που ήθελε να την ελέγχει από φόβο μήπως τη χάσει. Το πιο σοβαρό όμως ήταν ότι ο σύζυγος δεν έβλεπε τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, ενώ επιπλέον τη χλεύαζε για τις επισκέψεις της στον ψυχοθεραπευτή, σχολιάζοντας δηκτικά ότι, «αφού έγινες και εσύ της μόδας και έχεις λεφτά για πέταμα, πας και σε ψυχαναλυτή…». Η συνέχεια για το ζευγάρι δεν ήταν εύκολη, παρ’ όλη την προσπάθεια που κατέβαλε η Δ.Τ. Αντιθέτως. ο σύζυγός της κλείστηκε πίσω από το υποτιθέμενο δίκιο του ως προς τη συμπεριφορά του -ότι έτσι κάνουν οι άντρες που θέλουν ένα σωστό σπιτικό- χωρίς να αντιληφθεί να δει τις δικές του ελλείψεις, τη ζήλια του και τις ανασφάλειές του. Διότι όπως ρητά υπαγορεύει και το αξίωματου Λα Ροσφουκό: «Στη ζήλια υπάρχει περισσότερος εγωισμός παρά έρωτας».
Ζήλια Νο2: Φόβος εγκατάλειψης
Οι ερωτικές σχέσεις είναι οι πιο έντονες σχέσεις που βιώνει ένας άνθρωπος, αφού αναβιώνουν σε αυτές όλες οι πρώιμες βρεφικές και παιδικές εμπειρίες. Ό,τι χτίστηκε αυτά τα χρόνια προβάλλεται στην ικανότητά μας να διατηρήσουμε υγιείς τις ενήλικες σχέσεις μας. Ό,τι όμως στερηθήκαμε έρχεται στην επιφάνεια, κρατώντας την ψυχή μας δέσμια του παλιού οικογενειακού τραύματος.
Πριν από μερικά χρόνια ένα νεαρό ζευγάρι επισκέφθηκε έναν οικογενειακό σύμβουλο για να μοιραστούν το πρόβλημά τους. Αιτία της επίσκεψης ήταν ότι ο 35χρονος άντρας, ενώ ήταν ένας πολύ γλυκός και ευαίσθητος σύντροφος, δημιουργούσε φοβερές σκηνές ζηλοτυπίας με το παραμικρό, ενώ σ’ έναν καβγά με τη γυναίκα του δεν δίστασε να σηκώσει χέρι πάνω της. Ο χαρακτήρας του σε γενικές γραμμές δεν ήταν ενός βίαιου ανθρώπου, και από τις μαρτυρίες και της συζύγου φαινόταν ότι την αγαπούσε πραγματικά και τη νοιαζόταν. Το πρόβλημα διογκώθηκε όταν εκείνη κατά τη διάρκεια ενός χαλαρού δείπνου τού εκμυστηρεύτηκε ότι στο παρελθόν διατηρούσε για λίγο καιρό μια σχέση μ’ έναν παντρεμένο άνδρα, πολύ πριν γνωρίσει το σύζυγό της.
Ενώ μέχρι τότε τα πράγματα στη σχέση ήταν αρμονικά και η ζήλια τού Κ. προς τη σύντροφό του ήταν το αλατοπίπερο της σχέσης τους, ξαφνικά έγινε καχύποπτος, πολύ ευερέθιστος και ανασφαλής, αλλά και επιθετικός ενίοτε επειδή δεν άντεχε την εξάρτηση που αισθανόταν για εκείνη. Για να μπορέσει να διατηρηθεί επιτυχώς αυτή η σχέση, συμφώνησαν να μπουν και οι δύο σε θεραπεία, για να βοηθηθεί ο Κ. Η αναδρομή στο παρελθόν τού φώτισε τα τραύματα που είχε βιώσει στα πρώτα παιδικά του χρόνια και τη διατήρηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος που τον έδενε με μια γυναικεία φιγούρα όπως η μητέρα του. Εκείνη ήταν μια όμορφη γυναίκα, ικανή να αγαπήσει και να αγαπηθεί, αλλά καθόλου αφοσιωμένη στα παιδιά της ή πιστή στον άντρα της. Αν και τα αγαπούσε, δεν τους δινόταν απόλυτα, ενώ τα εγκατέλειψε για λίγο καιρό όταν ερωτεύτηκε κάποιον άλλο. Τον καιρό που σύναψε η μητέρα του τη νέα της σχέση ήταν παντρεμένη όπως και ο εραστής της, παρ’ όλο που σύντομα ζήτησαν διαζύγιο από τους συντρόφους τους για να είναι μαζί.
Από την Μαριαλένα Σπυροπούλου
Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια
Master Ψυχολογίας Πάντειο Παν/μιο
Μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ομαδικής Ανάλυσης & Οικογενειακής Θεραπείας
E-mail: marspytherapist@gmail.com
http://www.familypsychotherapist.gr/