Search

Ευθανασία: Μια συζήτηση που αποφεύγουμε, αλλά δεν θα μπορούμε για πολύ ακόμη

Προ μερικών ετών έγινα αποδέκτης της ευγενικής πρόσκλησης να συμμετάσχω σε εκπομπή λόγου στην κρατική τηλεόραση, η οποία θα αφορούσε την επιχειρούμενη τότε θεσμοθέτηση της ευθανασίας για ανηλίκους στο Βέλγιο. Εξεπλάγην, διότι στην χώρα μας έως τότε δεν είχε γίνει η παραμικρή δημόσια διαβούλευση για την ευθανασία – ούτε καν σε ενηλίκους. Έκτοτε τίποτα δεν έχει αλλάξει – με δυο λόγια, η ελληνική κοινωνία, αλλά και η ακαδημαϊκή κοινότητα, συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει κανένα τέτοιο ζήτημα. Βέβαια, η περίπτωση της ευθανασίας δεν συνιστά εξαίρεση: γενικώς τείνουμε να αποφεύγουμε τις δύσκολες συζητήσεις, ίσως ασπαζόμενοι την πεποίθηση πως τα προβλήματα, εάν αποφεύγουμε συστηματικά να τα θίγουμε, αργά ή γρήγορα θα επιλυθούν από μόνα τους.

Σε πείσμα, όμως, της όποιας διάθεσής μας, σήμερα πλέον επιβάλλεται να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τους συνανθρώπους μας εκείνους που ζητούν να επισπευσθεί ο θάνατός τους. Αποφεύγοντας την συζήτηση πετυχαίνουμε – πέραν της διατήρησης της βολής μας – δυο μόνον πράγματα: α. να αδικούνται κάποιοι συνάνθρωποί μας, συγκεκριμένα εκείνοι των οποίων το αίτημα να τους διενεργηθεί ευθανασία θα είχε καλές πιθανότητες να γίνει αποδεκτό, και β. να παραμένει στην επικράτεια της ασάφειας και της αοριστίας ένα πρακτικό πρόβλημα που θα έπρεπε να είναι απόλυτα ξεκάθαρο και συγκεκριμένο. Σε ανθρώπινο επίπεδο το πρώτο είναι προφανώς εκείνο που ελκύει αμέσως την σκέψη και το ενδιαφέρον μας. Σε κοινωνικό επίπεδο, ωστόσο, επιτρέψτε μου να θεωρώ πως το δεύτερο έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία: εάν κάτι παραμένει ακαθόριστο, λαμβάνει στην σκέψη μας όποιες διαστάσεις κάθε ένας από εμάς του αποδίδει – τελικά, όταν έλθει η ώρα να το συζητήσουμε, θα χρειασθεί να καταβάλουμε μεγαλύτερο κόπο ώστε να αρθούν οι αναπόφευκτα πολυποίκιλες παρανοήσεις που σιγά-σιγά θα έχουν παγιωθεί. Είπα ‘θα έχουν’, όμως το σωστό είναι: ήδη έχουν. Αμέσως τώρα θα σκιαγραφήσω κάποιες από αυτές.

Τυπικά, και αυτό σημαίνει: σύμφωνα με την πλέον έγκυρη διεθνή βιβλιογραφία, ευθανασία δεν είναι να βρίσκεσαι σε κώμα και κάποιος να αποφασίζει να κλείσει τον αναπνευστήρα ή την καρδιακή αντλία που σε κρατά στην ζωή – αυτός είναι ο πλέον διαδεδομένος φόβος που επικαλούνται όσοι αντίκεινται στην νομιμοποίηση της ευθανασίας, όμως δεν αφορά την ίδια την ευθανασία, αλλά κάτι διαφορετικό: τον φόνο από οίκτο (mercy killing). Πράγματι, κάποιες φορές οι συσκευές που διατηρούν στην ζωή τον κωματώδη ασθενή αποφασίζεται από το ιατρικό προσωπικό και τους οικείους να κλείσουν, αφού η κατάσταση του ασθενούς έχει πλέον καταστεί – ή, κρίνεται πως έχει καταστεί – μη αναστρέψιμη. Και πράγματι, αυτό μπορεί να προξενεί σε όλους μας ανασφάλεια, και κανείς δεν θα μπορούσε να μας κατηγορήσει πως υπερβάλλουμε. Ας καταδικάσουμε, λοιπόν, την πρακτική αυτή, αλλά τούτο μικρή μόνον σχέση θα είχε με την γενικότερη συζήτηση περί ευθανασίας. Δεν είναι ο χώρος ή η περίσταση να επεκταθώ σε ορισμούς, αλλά ούτε και απαιτείται κάτι τέτοιο: η συζήτηση για την ευθανασία περιορίζεται – ή, πρέπει να περιορίζεται – στις περιπτώσεις όσων έχοντας επίγνωση της κατάστασής τους, επαφή με το περιβάλλον τους, αλλά και την δυνατότητα να κοινοποιούν με σαφήνεια την κατασταλαγμένη βούλησή τους, αιτούνται να επισπευσθεί ο θάνατός τους. Όσο ξεμακραίνουμε από την περιγραφή αυτή, τόσο περισσότερο γκρίζα γίνεται η κατάσταση – ωστόσο, δεν είναι διόλου αναγκαίο να ξεμακραίνουμε.

Δεύτερη παρανόηση: αν είναι να διενεργείται ευθανασία, η παθητική της εκδοχή είναι σαφώς προτιμότερη από την ενεργητική, διότι αυτή είναι που δεν απαξιώνει την ζωή, τουλάχιστον τόσο εξόφθαλμα: στην περίπτωση της παθητικής ευθανασίας, όταν, δηλαδή, αποσύρονται οι συσκευές που υποστηρίζουν την ζωή, δεν είμαστε εμείς εκείνοι που σκοτώνουμε το θύμα, αυτό το κάνει η πάθησή του – εμείς απλώς αφήνουμε «την φύση να πάρει τον δρόμο της». Όμως, αυτό ακριβώς είναι που ο πάσχων δεν επιθυμεί να συμβεί – δεν επιθυμεί η φύση να πάρει τον δρόμο της, αλλά ο δρόμος αυτός να συντομευθεί. Επίσης, ο θάνατος στην περίπτωση της παθητικής ευθανασίας είναι συνήθως τόσο επώδυνος και μακρός, που δύσκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τι τον καθιστά προτιμότερο από την φυσική πορεία των πραγμάτων. Αντιθέτως, η ενεργητική ευθανασία προσφέρει στον πάσχοντα τον πλέον ανώδυνο και σύντομο θάνατο, δηλαδή αυτό ακριβώς που ο πάσχων ζητά. Το γεγονός πως η παθητική ευθανασία, σε αντίθεση με την παθητική, είναι πολύ δύσκολο να οδηγήσει τον δράστη της στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αποτελεί έξοχο νομικό επιχείρημα υπέρ αυτής, αλλά ηθικά είναι μάλλον αδιάφορο: το κεντρικό ζητούμενο της ευθανασίας δεν είναι να μην διωχθεί ο δράστης, αλλά να δεχθεί ο πάσχων αυτό που πράγματι αιτείται, έναν ανώδυνο και σύντομο θάνατο.

Οι παρανοήσεις αυτές συχνά εμπλουτίζονται με ποικίλα σαθρά επιχειρήματα, τα οποία παραμένουν πειστικά μόνον έως ότου ελεγχθούν – αλλά ο έλεγχος προϋποθέτει τον διάλογο, και αυτόν εμείς απλώς τον αποφεύγουμε. Όμως, δεν θα μπορούμε να τον αποφεύγουμε ες αεί. Η επιστήμη και η τεχνολογία επιμηκύνουν την ζωή μας όλο και περισσότερο, και ενίοτε η επιμήκυνση αυτή αναπόφευκτα παρακολουθείται από νοσήματα φθοράς, τα οποία συχνά οδηγούν σε αργό και επώδυνο τέλος. Σκεφτόμαστε συνήθως ως αίτια των ποικίλων νοσημάτων φθοράς την μολυσμένη ατμόσφαιρα, φέρ’ ειπείν, την κακή διατροφή, και άλλα τέτοια, και ξεχνούμε πως σήμερα οι άνθρωποι θεωρούνται ακόμη νέοι όταν βρίσκονται σε ηλικίες που παλαιότερα τους καθιστούσαν υπερήλικες. Κάποιες φορές, μάλιστα, η τεχνολογία παρατείνει την ζωή μας πολύ πέραν των φυσικών της ορίων: η Terri Schiavo περιέπεσε σε κώμα σε ηλικία 26 ετών, όμως πέθανε στα 41 της: αυτό θα ήταν αδιανόητο μισόν αιώνα νωρίτερα.

Από όλα τα παραπάνω θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει πως εισηγούμαι την νομιμοποίηση της ευθανασίας. Θα έκανε λάθος – η αλήθεια είναι πως διατηρώ έντονες αμφιβολίες. Αυτό, όμως, που σίγουρα υποστηρίζω, και μάλιστα μετ’ επιτάσεως, είναι η ανάγκη να συζητήσουμε διεξοδικά και νηφάλια το ζήτημα αυτό. Άλλωστε, πρόκειται για δίλημμα που δυνητικά μας αφορά όλους, όσο και εάν ελπίζουμε πως τελικά εμείς θα είμαστε εκείνοι οι τυχεροί που δεν θα βρεθούν ενώπιόν του.

Ευάγγελος Δ. Πρωτοπαπαδάκης
Αναπληρωτής Καθηγητής του ΕΚΠΑ
Διευθυντής του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Φιλοσοφίας

Πηγή: Το Βήμα (έντυπη μορφή) 23.01.2023

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close