Είναι κάποιες θύμησες που χαράζονται ανεξίτηλα στη συμπαντική μας μνήμη. Κάποια αρώματα από ανθρώπινες συναντήσεις που ευωδιάζουν τα μονοπάτια του μυαλού.
Παιδί ακόμα πήγαινα κλεφτά στους υπαίθριους κινηματογράφους των πόλεων που μεγάλωσα, γινόμουν ένα με τους πρωταγωνιστές και αφηνόμουν στις ιστορίες τους…Κι ήταν φορές που σκούπιζα τα δάκρυά μου από συγκίνηση κι άλλες φορές που γελούσα μέχρι δακρύων.
Ο Ελληνικός κινηματογράφος έσπαγε τα νυχτέρια της γειτονιάς και η Αλίκη κι ο Δημήτρης ήταν το θέμα συζήτησης για πολλά βράδια παρέα με ένα ποτήρι κρασί. Αμύθητη ακόμη και σήμερα η αγάπη τους, ένα συναπάντημα μοιραίο που έφτασε στο χωρισμό…και τότε έκλαψε όλη η Ελλάδα.
Πέρασαν χρόνια…και πάντα αναρωτιόμουν γιατί εκείνοι οι δυο μεγάλοι πρωταγωνιστές έζησαν χωριστά μέσα στο χρόνο. Ποια ανάγκη, ποιος εγωισμός, ποια λόγια τους έφεραν σε ένα αναπάντεχο αποχαιρετισμό, όταν εκείνη έφυγε κι εκείνος, ο Δημήτρης της έμεινε μόνος.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και να του κάνω μια συνέντευξη το 2000. Είχα πάει στο σπίτι του στο Χαλάνδρι και αναπάντεχα μέσα στη στιγμή με εμπιστεύτηκε. Με ταξίδεψε στη ζωή του, στις αγάπες του, στις επιτυχίες του και στις απαγορευμένες γωνιές των μυστικών του. Με έκανε φίλη του για λίγες ώρες και για μια ζωή. Έμεινα αρκετές ώρες μαζί του. Γελάσαμε, κλάψαμε και αποτυπώσαμε το παιχνίδι με τις αναμνήσεις σε λέξεις.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ έφυγε μια μέρα κι εκείνος και μου σφάλισε τον καημό του, όταν πολλά απογεύματα πήγαινε και καθόταν ώρες ολόκληρες στο τάφο της Αλίκης. Η εικόνα του ολοζώντανη και σήμερα μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες…
Εγώ, συνοδοιπόρος του λόγου του για λίγο, ένιωσα την ανάγκη να ‘ακούσετε’ εκ νέου εκείνη τη συνέντευξη που μου παραχώρησε και δημοσιεύτηκε το 2000 στο περιοδικό ΕΙΝΑΙ με τον απόλυτα πλεοναστικό τίτλο. Εκείνη τη συνομιλία που με έκανε να αγγίξω ένα μεγάλο ηθοποιό και ένα ευαίσθητο άνθρωπο…
Έτσι τον κουβαλώ ακόμα μέσα μου κι έτσι θα ήθελα να τον θυμηθείτε μέσα από τις δικές μου αρτηρίες γραφής.
Δημήτρης Παπαμιχαήλ “Θέλω να ξαναρχίσω πάλι από την αρχή”
Θέατρο και ελληνικός κινηματογράφος, όνειρα σε σανίδι και σε μεγάλο λευκό πανί. Φιγούρες πηγαινοέρχονται και πίσω από χαμόγελά τους κρύβεται η αγωνία. Δημήτρης, Αλίκη, Τζένη, άγουρα νιάτα και αλήθειες που αποτυπώνονται σε πορτρέτα ζωής.
Ο νεαρός Δημήτρης τότε σιγοτραγουδούσε «Κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνια, φτώχια καλή καρδιά μα και γκρίνια…» κι η Αλίκη τον μάλωνε πονηρά «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το κλεισες το σπίτι μου…».
Κάτω στον Πειραιά, στην Πειραϊκή, μια παρέα μικρών αγοριών με κοντά παντελονάκια είναι σκαρφαλωμένα στους βράχους και κοιτάζουν προκλητικά τη θάλασσα. Κι εκείνη πλανεύτρα κρύβοντας τα απομεινάρια του πολέμου, τους προκαλεί.
Τα όμορφα πράσινα μάτια του δεκάχρονου Δημήτρη ψάχνουν στο βυθό. Οι άλλοι της παρέας του φωνάζουν «βούτα, φαίνεται!». Κι εκείνος βουτά με κάποιους άλλους της παρέας και ανεβάζουν μια οβίδα. Βγάζουν το φυτίλι της και στη θέση του βάζουν πέτρες. Μαζεύουν κι άλλα πολλά. Τρέχουν στην αλάνα, λίγο πιο πέρα από το καφενείο του πατέρα του στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο.
Φυτεύουν τα φυτίλια στους τενεκέδες κι οι αυτοσχέδιοι πύραυλοι είναι έτοιμοι. Ο αγώνας αρχίζει. Ο πύραυλος του Δημήτρη φεύγει πιο ψηλά από τους άλλους. Χαμογελά με εκείνο το χαμόγελο που όλοι αγαπήσαμε και αισθάνεται περήφανος που είναι ο νικητής.
Οι κινηματογραφικές μηχανές δεν απαθανάτισαν το μικρό πρωταγωνιστή στις πρώτες επικίνδυνες σκηνές της ζωής του, αλλά τον λάτρεψαν αργότερα και μας σύστησαν το πανέμορφο αγόρι από τα ‘Παιδιά του Πειραιά’ που έγινε τραγούδι και αστέρας στις καρδιές όλων εκείνων που μεγαλώσαμε μαζί του.
Στην Ελλάδα του 2000, το μεγάλο πανί έγινε πραγματική ανάμνηση ζωής και κιτρινισμένη σελίδα. Οι ίδιες φιγούρες, τα ίδια βλέμματα περνούν μέσα από το χρόνο και γίνονται πραγματικότητα, μια περιπέτεια μέσα στο μύθο. Το όμορφο παλικάρι, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο ‘Δημήτρης μας’, βγαίνει από τη μεγάλη οθόνη, κάθεται απέναντί μου με τα γκρίζα του μαλλιά, αλλά με τα ίδια μάτια και τριγυρίζει στα σοκάκια και στις λεωφόρους μιας μεγάλης πορείας. «Γεννήθηκα στον Πειραιά.
Η δική μου γενιά είναι η γενιά του πολέμου. Μεγαλώσαμε σε δύσκολες συνθήκες, μέσα σε καταστροφές και βομβαρδισμούς. Ο πατέρας μου είχε καφενείο και η μάνα μου, η κυρά Λένη μεγάλωνε δυο αγόρια ανάμεσα στο σπίτι και στο καφενείο. Παρόλες τις κακουχίες, όμως, όλα τότε ήταν διαφορετικά. Παίζαμε ως παιδιά ανέμελα στις αλάνες με επικίνδυνα παιχνίδια. Ήμαστε οι πρώτοι εφευρέτες των πυραύλων», λέει και γελά. «Υπήρχε η επικοινωνία της γειτονιάς κι οι αυλές των σπιτιών ήταν πάντα γεμάτες.
Η μάνα μου μαζί με την κυρά Μαρίνα έφτιαχναν πίτες, φασολάδα κι ο ένας έτρωγε από το φαί του άλλου. Στο καφενείο έρχονταν οι φίλοι του πατέρα μου κι έφτιαχναν μεζέδες. Οι άνθρωποι ζούσαν όλοι μαζί κι ήταν όμορφα» αναπολεί παίζοντας με το κομπολόι του.
Εκείνα τα χρόνια, τα όνειρά του ήταν τελείως παράξενα και παράλογα. Αρχικά ο Δημήτρης προοριζόταν από τη μητέρα του να γίνει αρχιμανδρίτης, λόγω του αρχιμανδρίτη θείου του (αδερφού της μητέρας του). Μετά ήθελε να γίνει αεροπόρος για να εκδικηθεί ως γνήσιο ελληνόπουλο τους Γερμανούς που προκάλεσαν τον πόλεμο. Στο γυμνάσιο μπήκαν οι πρώτες ιδέες για το θέατρο «πήγαινα στο 2ο Γυμνάσιο στον Πειραιά. Ήμουν ήσυχο παιδί και καλός μαθητής. Σιγά σιγά είχα φοβερές ανησυχίες και έπληττα με τους καθηγητές μου, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων.
Έτσι, ανεβάσαμε το πρώτο θεατρικό. Εκεί ένας Άγγλος καθηγητής με προέτρεψε να γίνω ηθοποιός και μου κόλλησε το μικρόβιο.
Στα 16 μου βρέθηκα να παίζω τον Σάιλοκ, στον Έμπορο της Βενετίας. Όταν είπα, λίγο αργότερα, σε ένα καθηγητή Θρησκευτικών ότι θέλω να γίνω ηθοποιός με σήκωσε στην τάξη ως κακό παράδειγμα και είπε ‘Βλέπετε; Θέλει να γίνει ηθοποιός’.
Τα πράγματα με τους καθηγητές ήταν, όμως, πολύ απλά σε σχέση με την ερώτηση του πατέρα του εκκολαπτόμενου αστέρα «Δημήτρη που θα δώσεις εξετάσεις;» «Στην αρχή του είπα, ότι θα δώσω στη σχολή ικάρων και μετά στο Οικονομικό.
Έλεγα θα δώσω στο ένα, θα δώσω στο άλλο και τελικά δεν έδωσα πουθενά. Τελείως ξαφνικά πήγα κι έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και πέρασα».
Εκεί στη σχολή ξεκίνησε η ζωή του φοιτητή Δημήτρη μαζί με όλη την οικογένεια του θεάτρου και του κινηματογράφου. Όλοι τους – δεσποινίδες και κύριοι τότε – έγιναν μια αγκαλιά και πρόβαραν τα δικά τους λόγια, λίγο πριν από τη μεγάλη στιγμή, την αποφοίτηση και τον πρώτο ρόλο.
«Στη σχολή ήμουν πολύ ντροπαλός και μελετηρός φοιτητής. Με την Αλίκη ήμαστε συμμαθητές από 18 χρονών. Υπήρχε μεγάλη κόντρα μεταξύ μας. Ήθελε να κάνει πάντα το δικό της. Εγώ ήμουν πολύ πιο ήσυχο παιδί κι είχα καλές σχέσεις με όλους τους καθηγητές.
Η Αλίκη είχε ξεχωρίσει ποιους ήθελε και ποιους δεν ήθελε. Εκεί που εγώ είχα αρχίσει να μπαίνω στο ψαχνό κυρίως του κλασικού θεάτρου, η Αλίκη κοίταζε να κάνει γρήγορα άλματα». Η ομορφιά του Δημήτρη δεν άφηνε ασυγκίνητες τις νεαρές συμμαθήτριες του και τα φλερτ έπαιζαν κρυφτό με τα δύσκολα μαθήματα της σχολής.
Τα μαθητικά φλερτ έπαιρναν φωτιά, κι αν έκρινε κανείς από τις αντιδράσεις των κοριτσιών, ο νεαρός Δημήτρης ήταν ελκυστικός και δεν τα πήγαινε άσχημα.
«Το καταλάβαινα από τις αντιδράσεις των κοριτσιών, αλλά δεν το έδειχνα. Το συνειδητοποίησα, κυρίως, όταν συναντήθηκα με τη Δέσπω Διαμαντίδου. Με πήρε και με γνώρισε στη Μελίνα. Μετά έπαιξα ένα μικρό ρόλο στο ‘Πότε την Κυριακή’, ενώ είχα ήδη παίξει ‘Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο’. Υπάρχει μάλιστα μια φωτογραφία μου από το ‘Ποτέ την Κυριακή’, που βρίσκεται σε μουσείο στη Νέα Υόρκη».
Το 1957 αποφοίτησε από τη δραματική σχολή και τον Ιανουάριο βαπτίστηκε επίσημα στο σανίδι. Ένας νέος ηθοποιός θα τρόμαζε μπροστά σε αυτήν την ευκαιρία, όμως η ορμή και το πάθος του πρώτου ρόλου έκανε άκαμπτο το νεαρό Δημήτρη. «Ήμουν πεισματάρης και θρασύτατος Πειραιώτης, Ολυμπιακός. Το 1957 τελείωσα τη σχολή με άριστα. Ο καθηγητής μου στο θέατρο Αλέξης Μινωτής εκείνη την περίοδο, ανέβαζε τον ‘Γλάρο’ με την Κυβέλη και την Εμμανουηλίδου. Μου έδωσε το ρόλο του τρελού. Από τότε, άρχισα να παίζω, ως πρωταγωνιστής στο Εθνικό Θέατρο»
Δεν άργησε, βέβαια ,να χτυπήσει την πόρτα ο κινηματογράφος. Οι ευκαιρίες ήταν πολλές , αλλά οι ενστάσεις του νέου ηθοποιού, που αγαπούσε πολύ το κλασσικό θέατρο, ήταν ακόμα περισσότερες. «Στον κινηματογράφο με πήραν από το Εθνικό Θέατρο. Ο Φίνος ήταν ο άνθρωπος που με παρακίνησε. Τότε τον κινηματογράφο δεν τον είχαν σε υπόληψη. Η πρώτη μου ταινία ουσιαστικά ήταν παραγωγή του Φίνου.
xyloparadeisos1Έπαιξα ένα μικρό ρόλο στο ‘Η κυρά μας η μαμή’ με τη Βασιλειάδου, ωστόσο είχα φοβερή δουλειά στο θέατρο. Μέσα σε έναν χρόνο είχα παίξει πολλούς πρωταγωνιστικούς κλασσικούς ρόλους. Αυτό λατρεύω και σε αυτό πιστεύω. Ο πραγματικός ηθοποιός γίνεται μέσα από τα έργα του κλασσικού ρεπερτορίου» υποστηρίζει ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και συνεχίζει το ταξίδι στα χρόνια της αθωότητας, στα χρόνια της πρώτης αγάπης, σε εκείνες τις πρώτες ταινίες.
«Έρχεται μια μέρα ο Φίνος και μου λέει, ότι θα γυρίσουμε ‘Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο’. Του απάντησα, ότι δεν μπορώ και μου είπε, ότι είμαι τρελός. Τότε ήμουν φαντάρος. Τελικά, όμως, με έπεισε. Και τότε η μοίρα άρχισε να γράφει με ανεξίτηλο μελάνι: Αλίκη & Δημήτρης. «Με την Αλίκη είχαμε γυρίσει την ‘Αστέρω’ και ξανασυναντηθήκαμε στο ‘Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο’.
Μετά ήρθε η ‘Αλίκη στο Ναυτικό’, η ‘Μανταλένα’. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε ζεστασιά, συνεργασία και αγάπη ανάμεσα στους ηθοποιούς του κινηματογράφου. Εμείς οι νεότεροι ήμαστε του Εθνικού Θεάτρου και είχαμε παιδεία. Οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί ο Μακρής, η Βασιλειάδου, ο Αυλωνίτης ήταν άνθρωποι της Επιθεώρησης, ηθοποιοί θηρία. Τους αγαπούσα και μάθαινα πολλά από εκείνους».
Κάπου εκεί, λοιπόν, αρχίζει να πλέκει τους ιστούς της μια μεγάλη αγάπη, η ερωτική ιστορία δυο νέων που αγαπήθηκαν μία και μοναδική φορά, το αγαπημένο δίδυμο της ελληνικής κινηματογραφικής ιστορίας και το εκρηκτικό πρωτοσέλιδο της εποχής: Αλίκη & Δημήτρης!
«Τα πρώτα σκιρτήματα ήρθαν το 1964. Δεν υπήρχε τίποτα πριν…Υπήρχε, όμως, ένας αόριστος ερωτισμός καθ’ όλη τη διάρκεια των ταινιών. Μετά ήρθε η πρώτη μας συνεργασία στο θέατρο και κάναμε τον πρώτο μας θίασο. Ήταν η περίοδος που είχαμε γίνει φίλοι με την Αλίκη. Τότε ένιωθα την ανάγκη να συγκροτηθώ και να μαζευτώ.
Η Αλίκη βρισκόταν σε μια περίοδο περίεργη, είχε κάτι από όλα: οικογενειακά, ερωτικά και δεν της άρεσε τίποτα. Βρισκόμαστε, λοιπόν, πίσω στα παρασκήνια και μπροστά παιζόταν μια άλλη σκηνή με άλλους ηθοποιούς. Τη ρώτησα τι είχε και δεν μου απάντησε. Είχαμε μεγαλώσει κι έπρεπε να κάνουμε παιδιά. Της λέω ‘Αλίκη παντρευόμαστε;’ Κι εκείνη μου απαντά ‘και δεν παντρευόμαστε;’
Μέσα σε τρεις μέρες είχαμε μπει πρωτοσέλιδα σε όλες τις εφημερίδες. Ο γάμος έγινε μέσα σε ένα μήνα.
Η Αλίκη ήταν άγιος άνθρωπος. Ήθελε να δεθεί μαζί μου. Είχε φιλοδοξίες για σπουδαίο θέατρο και σπουδαίες ταινίες».
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ μετά το γάμο, έζησε την πατρότητα την πιο ιερή στιγμή στη ζωή ενός άντρα και την έζησε ευτυχισμένα. Ο Γιάννης έχει κρατήσει ολοζώντανη αυτή την αγάπη από τότε μέχρι σήμερα…το αστραφτερό βλέμμα της Αλίκης και το περήφανο πρόσωπο του Δημήτρη. «Εγώ ήθελα να κάνουμε κι άλλα παιδιά, δεν ήθελε, όμως, η Αλίκη. Αυτή ήταν από τις μεγάλες μας διαφωνίες.
Όταν γυρίζαμε τη ‘Δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά’ στο Πήλιο, η Αλίκη έμεινε έγκυος. Τον Γιάννη τον αγαπώ πολύ. Δεν τον έζησα ιδιαίτερα ως πατέρας μετά το χωρισμό μου με την Αλίκη.
Η αλήθεια είναι ότι δεν φταίξαμε ούτε εγώ ούτε εκείνη. Άλλοι φταίξανε που χωρίσαμε. Όταν βρισκόμαστε με τον Γιάννη περνούσαμε καταπληκτικά. Είναι σπουδαίο παιδί και ξέρω ότι με αγαπάει, απλώς μένουμε χωριστά και δεν συμπίπτουν οι ώρες να συναντηθούμε και να μιλήσουμε. Του στοίχισε πολύ που έχασε τη μητέρα του, όπως κι εμένα…». To δάκρυ που τρεμόπαιζε κι η παύση πρόδιδε τον πόνο για την Αλίκη που έφυγε, για τον Δημήτρη που την αγάπησε κι έμεινε μόνος πίσω και για τον Γιάννη που τον έκανε ευτυχισμένο. Σαν να ξαναβλέπω μπροστά μου ολοζώντανο το Δημήτρη από τις ‘Διπλοπενιές’ να τραγουδάει: ‘Με τι καρδιά να σε αποχαιρετήσω, με τι καρδιά τραγούδι να σου πω, στον ουρανό με το όνειρο θα ζήσω, στον ουρανό σαν άστρο θα χαθώ».
alikigiannisdimitrisΣε όλο το διάστημα που ακολούθησε η Αλίκη με το Δημήτρη δεν έπαψαν να αγαπιούνται. Παρακολουθούσε και νοιαζόταν πάντα ο ένας για τον άλλον. Εκείνο που τους ένωνε ήταν τελικά πιο δυνατό από εκείνο που τους χώριζε. «Πιστεύω με βεβαιότητα, ότι ηθοποιοί σαν την Αλίκη δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουν.
Μπορούσε να οδηγήσει το κοινό, αλλά πολλές φορές φοβόταν κι άφηνε να την οδηγεί εκείνο. Η ίδια αρκετές φορές κατέστρεφε το παίξιμό της, προκειμένου να έχει επαφή με το κοινό. Αργότερα, αν κι έπεφτε κανένα τσακωματάκι, που αφορούσε το μεγάλωμα του Γιάννη, οι διαφορές μας είχαν περιοριστεί. Η Αλίκη ήταν η μεγαλύτερη θαυμάστρια μου. Η αγάπη μας ήταν μεγάλη. Είχαμε μετανιώσει κι οι δυο για εκείνο το χωρισμό. Απόδειξη είναι, ότι όταν ξανασυνεργαστήκαμε θεατρικά στο «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα», θέλαμε να ξανασμίξουμε αλλά δεν…Εγώ είχα ξαναπαντρευτεί…»
dimiali_resizeΑγάπησε όλους τους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο, αλλά οι αγαπημένες μου ταινίες ήταν «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» και ο «Παπαφλέσσας».Η πιο συγκλονιστική παράσταση που έχω πρωταγωνιστήσει ήταν στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος «ο Πούντιλαν κι ο σύντροφός του, ο Μάτι» του Μπρεχτ με το Μίνω Βολανάκη. Ήταν μια παράσταση που ο Μίνως είχε πολλά κέφια (γέλια)».
Το πάθος του Δημήτρη Παπαμιχαήλ ήταν από τα νιάτα του η αρχαία τραγωδία, η στιγμή που καταξιώνει κάθε μεγάλο Έλληνα ηθοποιό, η στιγμή που αγγίζει τις ιερές πέτρες των αρχαίων μας θεάτρων. Προμηθέας, Οιδίποδας, Αγαμέμνονας είναι μερικοί από τους κλασσικούς ρόλους, που οδήγησαν τα χνάρια του στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο.
arxontissaalitis1«Είναι άλλη αίσθηση να παίζεις αρχαίο θέατρο. Εκεί, οι ρόλοι που με στιγμάτισαν περισσότερο, ήταν ο Πολυνείκης, που έπαιξα μαζί με το Μινωτή, κι ο Κρέοντας στην Αντιγόνη, που σκηνοθέτησε το ’81 ο Σπύρος Ευαγγελάτος.
Πρόπερσι έπαιξα τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, αλλά θέλω να τον ξαναπαίξω, γιατί αισθάνομαι, ότι δεν τον ολοκλήρωσα. Ο ρόλος όμως με τον οποίο θα ήθελα να κλείσω το κλασσικό μου ρεπερτόριο είναι ο Βασιλιάς Ληρ».
Όσον αφορά στην τηλεόραση πιστεύει, ότι «..όλα γίνονται πολύ γρήγορα. Οι συνθήκες είναι λίγο κρεατοφάγες, σε βάζουν μπροστά σε 3 μηχανές και σου λένε ‘πέστα’. Στο ξεκίνημα της ελληνικής τηλεόρασης με την Αλίκη είχαμε κάνει την ‘Βασίλισσα Αμαλία’. Μετά ακολούθησε η ‘Λάμψη των Άστρων’.
Θα έκανα ξανά τηλεόραση, μόνο αν υπήρχε καλό σενάριο, αξιόλογος σκηνοθέτης και κατάλληλες συνθήκες».
Εκτός από τις ταινίες εποχής και τις σπουδαίες παραστάσεις, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ τραγούδησε και διαχρονικά τραγούδια. Η καλή φωνή του, τον έβαζε σε μπελάδες. «Αρχικά ήξερα μέσα από τις παρέες μου, ότι τραγουδούσα καλά. Μετά το ανακάλυψε ο Χατζιδάκης, ο Θεοδωράκης και θέλανε να ερμηνεύσω τραγούδιά τους, αλλά δεν ήθελα εγώ. Το ’58, που μου το πρότειναν, έπαιζα τον Πολυνείκη στην Επίδαυρο.
Δεν μπορούσα να παίζω τραγωδία και να τραγουδάω. Είναι κάπου 6-7 δίσκοι και πάρα πολλά τραγούδια που έχω ερμηνεύσει. Τα αγαπημένα μου είναι το ‘Κάτω στον Πειραιά στο λιμάνι’ και το ‘Κάθε πρωί που κίναγα να πάω στη δουλειά’ του Ζαμπέτα».
Σήμερα οι νέοι ηθοποιοί που είναι το πιο ευαίσθητο κομμάτι για τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τα νέα παιδιά που τον γνώρισαν και τον παρακολουθούν μέσα από τις ταινίες του, όλα εκείνα τα παιδιά που τον συναντούν στο θέατρο, η νέα γένια ηθοποιών που τον έχει δάσκαλο, είναι για εκείνον ο περίοπτος ανθός του ελληνικού θεάτρου. «Βλέπω νέα παιδιά που προσπαθούν να γίνουν καλοί ηθοποιοί.
Στους μαθητές μου, έλεγα πάντα να είναι πρώτα άνθρωποι και μετά ηθοποιοί. Αυτό το μίγμα με παλιούς και νέους ηθοποιούς, που υπάρχει στο ελληνικό θέατρο, το θεωρώ πάρα πολύ υγιές.
Πολλοί νέοι ηθοποιοί έχουν ωφεληθεί από εμένα και εγώ από αυτούς. Όταν έχεις ένα ρόλο, πρέπει να ψάξεις μέσα σου να τον βρεις, να τον ανακαλύψεις.
Να προσπαθείς να βγάλεις τα συναισθήματα μέσα από τον εαυτό σου». Όταν φτάνει η συζήτηση στο σύγχρονο κινηματογράφο, τα πράγματα φαντάζουν πολύ απλά για έναν άνθρωπο που γνωρίζει από καλό κινηματογράφο, όπως είναι ο Δημήτρη Παπαμιχαήλ. «Αυτό που λείπει σήμερα είναι ο ανθρωπισμός και τα καλά σενάρια. Έχουμε καλούς ηθοποιούς, αλλά οι μεγάλοι σκηνοθέτες έφυγαν. Οι δικές μας ταινίες ήταν πιο ρεαλιστικές. Σήμερα δεν υπάρχει μια κατεύθυνση. Οι ταινίες που γυρίζονται σήμερα δεν θα αντέξουν στο χρόνο».
Ο ίδιος πάντα γοητευτικός αλήτης εκείνης της ξανθιάς αρχόντισσας, αντικρίζει τους ανθρώπους χαμογελαστός, ακόμα και όταν αναφέρεται στη μοναξιά του ηθοποιού και στο Δημήτρη του σήμερα.
«Το ζήτημα είναι, ότι ένας ηθοποιός πρέπει να αποδέχεται την ηλικία του, αλλιώς όλα τα πράγματα θα είναι τεχνητά. Σε οποιαδήποτε ηλικία μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα. Για αυτό θέλω, να ξαναρχίσω πάλι από την αρχή. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι δεν αγάπησα το Δημήτρη. Φταίει, ότι συνέβησαν πολλά και μάλιστα το ένα πίσω από το άλλο. Όσο μεγαλύτερος ηθοποιός είσαι, τόσο μεγαλύτερη μοναξιά αισθάνεσαι. Δεν θα μπορούσα να πω, ότι εκ φύσεως είμαι μοναχικό άτομο. Η αγωνία να θες να αποδώσεις σωστά το ρόλο, σε απομονώνει. Εγώ ζω μόνος μου, γιατί το επέλεξα».
Όταν μιλάς στη ζωή στον ενικό, οι δρόμοι της σου ανοίγονται στον πληθυντικό. Τα «παιδιά του Πειραιά» έχουν μπέσα κι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ με αυτή τη μπέσα περπάτησε στα δρομάκια της από τη δραματική σχολή στο πρώτο θεατρικό σανίδι, στις αξέχαστες ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου, στους μεγάλους ρόλους και στις στιγμές μοναξιάς. Μια ζωή γεμάτη νιάτα, πάθος και θέατρο. Οι μεγάλες στιγμές ενός ανθρώπου να περνάει από τα δύσκολα σαν γνήσιος Πειραιώτης…με ‘μάτια βουρκωμένα παραπονεμένα…έκανα υπομονή και κουράγιο κι ήρθα κρυφά τον παλιό μου καημό να σου πω…’. Το σθένος να αρχίζεις πάλι από την αρχή, η δύναμη της ζωής κι η αγάπη σε όλες της τις αποχρώσεις. Το τόξο μιας και μοναδικής αλήθειας…
Από τη Βίκυ Μπαφατάκη
Περιοδικό ΕΙΝΑΙ, 2000