Γεννήθηκα στην Ξάνθη. Το 1969. Θα νιώθω πάντα άβολα, όταν μιλάω για μουσική, μιας και τίποτα δεν υπήρξε, που να δείχνει ότι θα ασχοληθώ με αυτήν ή καλύτερα θα ασχοληθεί αυτή μαζί μου. Κανένα ερέθισμα. Κανένας οργανοπαίκτης στην οικογένεια, καλλίφωνος ή έστω ακροατής.
Μακάρι να μπορούσα να πω ότι συχνά ακούγαμε στην οικογένεια δίσκους του Θεοδωράκη ή του Χατζηδάκη, όπως συνηθίζουν άλλοι να λένε. Μακάρι να μπορούσα να «κοκορευτώ» ότι μικρό με ανέβαζαν στα τραπέζια για να τραγουδήσω ή ότι σκάρωνα χαριτωμένες μελωδίες… Τίποτα. Αυτό το κενό με κάνει σήμερα να νιώθω πολύ παράξενα, όταν συναναστρέφομαι με εξαιρετικούς οργανοπαίκτες, κι ας σπούδασα κλασικό πιάνο στο Ωδείο της πόλης. Τους θαυμάζω πολύ και τους ζηλεύω.
Έζησα αρκετά χρόνια στην Θεσσαλονίκη και αργότερα μετακόμισα στην Αθήνα, όπου ζω σήμερα.
Στα 25 άρχισα να γράφω τραγούδια. Με βοήθησαν πολλοί στο να μπω στην δισκογραφία και θα τους είμαι ες αεί ευγνώμων. Ηχογράφησα τρεις προσωπικούς δίσκους και συμμετείχα σε καμιά τριανταριά.
Έγραψα μουσική για κινηματογράφο και για θεατρικά έργα. Συνεχίζω να γράφω για όσο μου αρέσει αυτό το ταξίδι…
…την πιο σκληρή αλήθεια: όταν διαπίστωσα πως πρέπει να παντρέψω αυτά που θέλω και αυτά που μπορώ με αυτά που είμαι. Τέλος αθωότητας. Ξαφνικά η ζωή άρχισε να μου κουνάει το δάκτυλο.
…μια έντονη μυρωδιά των παιδικών μου χρόνων: τα βρεγμένα πεζοδρόμια στην Ξάνθη. Κυριακή μεσημέρι. Όλοι έβλεπαν «ελληνική ταινία» στις 14.30 (ΥΕΝΕΔ) κι εγώ ‘πνιγόμουν στο σπίτι’. Έβγαινα μόνος.
…την ωραιότερη εκδρομή: στη Θάσο με δυο φίλους. Επιτηδευμένη αλητεία. Εξυπνακίστικα κόλπα, για να γοητεύσω μια κοπέλα με 37 σπυράκια ακμής, σ’ ένα πράσινο φθαρμένο παγκάκι στο λιμάνι. Οδυνηρή αποδοχή της χυλόπιτας, ως διατροφικής συνήθειας…
…το αγαπημένο μου παιχνίδι: να παρατηρώ τους γύρω μου, χωρίς να με παίρνουν είδηση και να μαντεύω την επόμενη κίνηση, ατάκα, συμπεριφορά. Μετά να μιμούμαι χαρακτήρες. Παραμένει το αγαπημένο μου ως και σήμερα.
…μια ανομολόγητη αμαρτία: όταν έπαιζα μπάσκετ, στις περισσότερες βραδινές προπονήσεις πήγαινα μεθυσμένος. Μια φορά άργησα να πάω σ’ έναν αγώνα, επειδή έπινα το προηγούμενο βράδυ και ο προπονητής μ’ έδειρε στα αποδυτήρια..Κάποιοι το θυμούνται ακόμα…
…μια στιγμή απελευθέρωσης: όταν άρχισα να απενοχοποιώ το «Όχι». Κατάλαβα ότι αυτό είναι απαραίτητο για να ζεις απλά. Αποδέχθηκα ότι δεν είναι δυνατόν να είσαι με όλους καλός. Τώρα ξέρω ότι είναι δείγμα νικημένου ανθρώπου.
…την πρώτη επανάστασή μου: Όταν στην εφηβεία μου δεν ήθελα να ακολουθήσω τις παρέες στον τρόπο ντυσίματος και συμπεριφοράς. Μου φαινόταν αστείο να υποδύομαι τον James Dean και το βράδυ να παρακαλάω τον πατέρα μου να μου αγοράσει παπάκι.
…τη στιγμή που δεν είχε επιστροφή: θάνατοι, απώλειες, χαμένες φιλίες. Οτιδήποτε δεν του δίνεται δεύτερη ευκαιρία.
…το αξέχαστο χρώμα μιας εικόνας: Ο ουρανός την ώρα που μπήκα κρυφά σε μια συναυλία του Νταλάρα… μαύρος… σε συνδυασμό με τα τραγούδια, φάνταζε στα μάτια μου σαν σκηνή από την Αποκάλυψη. Έριξε τόση βροχή εκείνο το βράδυ…
…το πιο πικρό δάκρυ: σε στιγμή απώλειας…
…το όνειρο που με ξαγρύπνησε: Μπα, κανένα που να θυμάμαι.
…το μυστικό που διέρρευσε: ότι αντέγραφα στα διαγωνίσματα. Από τότε κατάλαβα ότι θα κρίνομαι όχι μόνο γι` αυτά που κάνω, αλλά και γι` αυτά που δεν καταφέρνω να κάνω.
…την απροσδόκητη γοητεία: Η εφηβεία μου ήταν γεμάτη από απροσδόκητες γοητείες. Πρόσωπα, τραγούδια, αντικείμενα. Αυτό συνεχίζεται ως τώρα. Δυστυχώς, με πιο αργούς ρυθμούς. Τώρα με γοητεύει μάλλον η διαθεσιμότητά μου προς τη γοητεία.
…το ισχυρότερο άλλοθι: το ότι να εξαπατήσω κάποιον και να μην το μάθει απενοχοποιεί την απάτη. Μεγάλη μαλακία. Όταν το επικαλεστείς, αυτόματα διαπιστώνεις πόσο μικρός είσαι.
…το ανεκπλήρωτο θέλω: Πάρα πολλά. Αυτά άλλωστε μας καθορίζουν. Αντιλαμβάνομαι ότι μεγαλώνω, όταν απομυθοποιώ και ξεθωριάζω τα ανεκπλήρωτα… Άλλοτε σημαίνουν ήττα κι άλλοτε απογύμνωση από τα περιττά.
…την εντονότερη σύγκρουση: Με την ερημιά της επαρχίας. Τώρα την αγαπάω και την αποζητάω.
…μια χαρακτηριστική γεύση: πρώτο φιλί σε πάρτι. Ανακατεμένο με rosso antico και batida de coco.
…μια επαναλαμβανόμενη φαντασίωση: ότι περπατάω ξημερώματα στην Μονμάρτη στο Παρίσι, στα βρεγμένα πλακόστρωτα. Μεθυσμένος.
…το ελάττωμά μου που αγάπησα: το ότι δεν έχω δεύτερη σκέψη. Είμαι εκνευριστικά αυθόρμητος κι’ αυτό μου δημιουργούσε προβλήματα. Διαπίστωσα, όμως, ότι κάποιοι με συμπαθούσαν γι’ αυτό.
…την αθεράπευτη ενοχή: το ότι δεν πρόλαβα να πω αντίο σε κάποιους…
…ένα εκκωφαντικό πρέπει: Το να πρέπει να κοιμάμαι σε προκαθορισμένο ωράριο… πάντα το έβρισκα εντελώς φασιστικό από την φύση.
…έναν ήχο που φυλακίστηκε για πάντα: η φωνή του Στράτου Διονυσίου στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου της οικογένειας. Απ’ τις πιο ροκ φωνές.
…το πιο μελαγχολικό μου βράδυ: E!!! Νομίζω ότι η εφηβεία είναι γεμάτη από τέτοια. Τι να πρωτοθυμηθώ!
…τη στιγμή που άλλαξε την ροή των πραγμάτων: τη μέρα που έγινα φίλος με τον πατέρα μου. Συνεχίζεται αυτή η φιλία μέχρι σήμερα. Εγώ ένιωσα να μεγαλώνω κι αυτός να μην χρειάζεται να είναι αυστηρός.
…την προδοσία που δέχτηκα: δεν την έχω αντιληφθεί.
…την πληγή που άνοιξα: να γράφω τραγούδια και μουσικές.
Επιμέλεια: Βίκυ Μπαφατάκη & Αντώνης – Μάριος Παπαγιώτης